Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Δομίνικα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δομινικανός ο [δominikanós] Ο17 θηλ. δομινικανή [δominikaní] Ο29 : αυτός που ανήκει στο μοναχικό τάγμα του αγίου Δομινίκου. || (ως επίθ.): ~ μοναχός.

[λόγ. < μσνλατ. Dominicanus < Dominic(us) (όν. του ιδρυτή του τάγματος) = Δομίνικ(ος) -anus = -ανός· λόγ. δομινικαν(ός) -ή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go