Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Γοργοεπήκοος, επίθ.· Γοργοπάκοος.
-
- (Ως επίθ. της Παναγίας) που εισακούει γρήγορα τις δεήσεις των πιστών:
- το μετόχιον της Κυρίας της Γοργοπάκοης (Ιερόθ. Αββ. 338).
[<επίρρ. γοργά + επακούω. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
- (Ως επίθ. της Παναγίας) που εισακούει γρήγορα τις δεήσεις των πιστών:



