Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γολγοθάς ο [γolγoθás] Ο1 (χωρίς πληθ.) : σειρά από ταλαιπωρίες και βάσανα που υφίσταται κάποιος: Ο ~ μιας αθώας. Aνεβαίνει ένα γολγοθά. Έχει και αυτός το γολγοθά του.
[λόγ. < ελνστ. ἡ Γολγοθ(ᾶ) μεταπλ. σε αρσ. -άς με βάση την αιτ. < αραμ. Gulgulthā `κρανίο΄]