Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γαλιλαίος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Γαλιλαίος ο.
  • 1) Αυτός που κατάγεται από τη Γαλιλαία:
    • εγνώρισεν ο Πιλάτος ότι έναι (ενν. ο Ιησούς) Γαλιλαίος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 275r).
  • 2) Χριστιανός:
    • Εσύ με τον Χριστόν είσαι και Γαλιλαίος υπάρχεις (Ντελλαπ., Στ. θρην. 166).

[μτγν. εθν. Γαλιλαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες