Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Γαλατιανός ο.
-
- Κάτοικος του Γαλατά:
- οι Γαλατιανοί να έχουν άδειαν να βάλουν πρωτόγηρον εις το μέσον των (Επιστ. Μωάμ. Β́ 6721).
[<τοπων. Γαλατάς + κατάλ. ‑ιανός. Η λ. στο Somav.]
- Κάτοικος του Γαλατά:



