Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Βολιβία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολιβιανός -ή -ό [volivianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bολιβία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bολιβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Bολιβιανός, θηλ. Bολιβιανή, ο κάτοικος της Bολιβίας. || (ως επίθ.): Bολιβιανοί λογοτέχνες.

[λόγ. Bολιβί(α) -ανός < γαλλ. Boliv(ie) -ία (από τα ισπαν. < όν. Bolivar) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go