Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Βενετσιάνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Βενετσιάνος ο· Βενετσάνος· Βενιτσιάνος.
  • Αυτός που προέρχεται από τη Βενετία, ο κάτοικος της Βενετίας, Βενετός:
    • αφέντες Βενετσάνους (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51218
    • την έκτισαν οι Βενετσιάνοι με τείχη σιγούρα (Δωρ. Μον. XXIX).

[<βεν. venezian. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες