Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Βένετο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Bένετοι οι [véneti] Ο20 : (ιστ.) 1. αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου με γαλάζια στολή· Γαλάζιοι. 2. οι οπαδοί των Γαλάζιων και η αντίστοιχη πολιτική φατρία.

[λόγ. < μσν. βένετοι `οι μπλε΄ < λατ. πληθ. veneti]

[Λεξικό Κριαρά]
βένετος, επίθ.
  • Γαλάζιος, γαλαζοπράσινος:
    • ήτον η χαίτη του πλεκτή μετά βενέτων λίθων (Διγ. Z 1519
    • βένετον λεκανόπουλον (Λίβ. Esc. 2462).

[μτγν. επίθ. βένετος (DGE). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες