Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχελώος [açelόos] ο, (L) geogr
- river in WSterea, Acheloos (syn Aσπροπόταμος, Άσπρος1 2):
- έφθασα στις όχθες του Aχελώου στο σημείο όπου αντικρύζονται δυο χωριά (Ouranis) |
- κάτω μας ο ~, ο μεγαλύτερος ποταμός της Eλλάδος, ξετυλίγεται σαν φίδι (ChZalokostas) |
- poem δίχως να στρέψω πίσω το κεφάλι | προς τις γλυκιές τις εκβολές του Aχελώου (Boumi-P)
[fr kath Aχελώος ← Aχελ ος K, AG]
- river in WSterea, Acheloos (syn Aσπροπόταμος, Άσπρος1 2):



