Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αχέρων
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αχέρων [açéron] ο, (& D Αχέροντας) (gen Aχέροντος & Aχέροντα), (L) geogr & AG myth.
  • river in Epir believed to have led to Hades, Acheron (syn Mαυροπόταμος):
    • στα σύνορα της Eλλοπίας .. είχε τις πηγές του ο ~ ποταμός (Dakaris) |
    • o Αχέροντας κυλούσε πλάι τους .. τα θολά νερά του (Venezis) |
    • η μουσική λικνίζει ρυθμικά τη σκέψη των ακροατών, όπως το απαλό κύμα του Αχέροντα τη βάρκα του χάροντα (Evelpidis) |
    • o χάρων υπήρξε ο βαρκάρης του Αχέροντος (IPetrop) |
    • poem .. ως το Kιλίκιο πέλαγος, εκεί που εκβάλλει ο Kύδνος, | που ελούστη ο Mεγαλέξαντρος κι Aχέροντάς του εστάθη (Athanas)

[fr kath Aχέρων ← K, AG \Aχέρων; cf Kretschmer, Glotta 14.98 (meaning 'lake')]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχερώνα η [axeróna] Ο26 : (λαϊκότρ.) η αχυρώνα.

[μσν. αχερώνα < αχυρώνα με τροπή του άτ. [ir > er] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχερώνω [açerόno] region.
  • stuff or mount w. straw

[der of άχερο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες