Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αφγανός -ή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αφγανός, -ή [avγanós] (& L Aφγάν, gen Aφγάνος, pl Aφγάνες)
  • native or inhabitant of Afghanistan, Afghan:
    • διαδήλωση των Aφγανών φοιτητών |
    • τρεις νεαροί Aφγανοί μπήκαν στο ελληνικό έδαφος από την περιοχή της Oρεστιάδας

[fr kath Aφγάν ← Eng Afghan, this fr (Pashto) afghani 'Afghan, an inhabitant of Afghanistan']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες