Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυγείας [avyías] ο, gen Aυγείου & Aυγεία
- ① AG myth. mythical king whose dung-filled stables were cleaned by Hercules
- ② fig phr η κόπρος (οr οι στάβλοι) του Aυγείου Augean stables, accumulation of corruption or filth:
- ο νέος πρεσβευτής καθαρίζει την κόπρο του Aυγείου, που συσσωρεύθηκε στα χρόνια της δικτατορίας
[fr kath Aυγείας ← K, AG]



