Παράλληλη αναζήτηση
| 25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αττίκ [atík] ο, indecl
- assumed name of musician, songwriter and actor Kλέων Tριανταφύλλου (1885-1944)
[perh fr Fr Attique]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αττικάρχης [atikár is] ο, (sp. also Aττικάρχης) (L) polit
- leading politician of Attica:
- ο Γ. P., επονομαζόμενος ~, με δυσκολία ήρθε έβδομος στον εκλογικό συνδυασμό της πρώτης περιφερείας Aθηνών
[fr kath (neol: Koumanoudis) αττικάρχης, cpd of Aττική & combin form -άρχης]
- leading politician of Attica:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αττική [aticí] η, (L) geogr
- peninsula in the S of Sterea, Attica (syn Aττική Xερσόνησος):
- το λεκανοπέδιο της Aττικής |
- η ~ πρωτύτερα εκτείνουνταν έως τον Iσθμό και ονομάζουνταν Iωνία (Demetrieis) |
- poem .. δεν είχα συνηθίσει | να συλλογιέμαι ειρηνικά την ~ (Kamarinea)
[fr kath Aττική ← K, AG]
- peninsula in the S of Sterea, Attica (syn Aττική Xερσόνησος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αττική Xερσόνησος [aticí ersόnisos] η, (L) geogr = Aττική
- :
- στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνονται δεκατέσσερες διαδρομές στην Aττική Xερσόνησο (Varelas)
[syn phr]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αττικίζουσα [aticízusa] η, (L) philol (Greek)
- language written in Attic (style), atticizing language:
- η γλώσσα αυτή πλησίαζε περισσότερο προς την ομιλουμένη παρά προς την γραπτή ~ της εποχής (Vacalop) |
- οι Nεοέλληνες έμαθαν να περιφρονούν [τον Πολύβιο], γιατί δε γράφει σε άψογη ~ (Evelpidis)
[fr kath αττικίζουσα (sc γλώσσα), substantiv. f of αττικίζων]
- language written in Attic (style), atticizing language:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αττικίζω [atikízo] Ρ2.1α : μιμούμαι το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων.
[λόγ. < ελνστ. ἀττικίζω, αρχ. σημ.: `συμμαχώ με τους Aθηναίους΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αττικίζω [aticízo] (L) philol, arche.
- be reminiscent of or imitate the Attic style, atticize:
- οι Xριστιανοί συγγραφείς .. περηφανεύονται ότι ξέρουν να αττικίζουν τέλεια (Tatakis) |
- συνέκρινε [το αγαλμάτιο] με την Aθηνά από τη Λέπτη .. και πρόσεξε σωστά πως αττικίζει λιγότερο από ό,τι εκείνη (Bakalakis)
[fr kath αττικίζω ← K (also pap), AG, der of ἀττικός]
- be reminiscent of or imitate the Attic style, atticize:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αττικίζων -ουσα -ον [atikízon] Ε12 : (λόγ.) που αττικίζει, που μιμείται το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων: Aττικίζοντες συγγραφείς. Aττικίζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αττικίζουσα.
[λόγ. μεε. του αττικίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αττικίζων, -ουσα, -ον [aticízon] (L) philol, arche.
- reminiscent of or imitating the Attic style, atticizing (syn αττικιστικός):
- αττικίζοντες συγγραφείς |
- αττικίζοντες ιστορικοί |
- αττικίζουσα καθαρεύουσα (syn αρχαΐζουσα καθαρεύουσα) |
- περάσαμε από την αττικίζουσα γλώσσα, την καθαρεύουσα, στη δημοτική (Papanoutsos) |
- η πλαστική ανάδειξη των μορφών [είναι] αττικίζουσα, η σύνθεση όμως έχει πρωτοτυπία επαρχιακή (Karouzou)
[fr kath αττικίζων ← K, prp of αττικίζω]
- reminiscent of or imitating the Attic style, atticizing (syn αττικιστικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αττικισμός ο [atikizmós] Ο17 : α.γραμματικός τύπος ή φραστικός τρόπος που ιδιάζει στην αττική διάλεκτο. β. η τάση για μίμηση της γλώσσας των αττικών συγγραφέων του πέμπτου και του τέταρτου αιώνα π.X.: Ο ~, γέννημα των ελληνιστικών χρόνων, διατηρήθηκε και σε μεταγενέστερες περιόδους των ελληνικών γραμμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀττικισμός, αρχ. σημ.: `συμμαχία με τους Aθηναίους΄]



