Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ατρείδης [atrí∂is] ο, AG myth., lit
- ① son of Atreus, Agamemnon:
- poem όμως φουσκώνει από τη μάνητα κάθε φορά η καρδιά μου, | σα θυμηθώ την καταφρόνεση, που μου 'χει ο ~ δείξει (Homer Il 9.647 Kaz-Kakr)
- ② pl Aτρείδες the house or family of Atreus:
- τι άψυχο πράγμα θα ήταν οι Mυκήνες, αν δεν ξέραμε την τραγική ιστορία των Aτρειδών (Ouranis) |
- ξέρει με κάθε λεπτομέρεια την πάλη των Λαβδακιδών ή των Aτρειδών με τη μοίρα (Charis)
[fr kath Aτρείδης ← K, AG]
- ① son of Atreus, Agamemnon:



