Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ατθίδα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
Ατθίδα [atθí∂a] η, (L) (& Ατθίς)
:
  • έντυνε όλες τις κομψές Ατθίδες και τις καπέλωνε (Skouzes) |
  • η επιδερμίδα της δεν πρόφτασε να χάσει εκείνο το ματ σταρένιο χνούδι των Aτθίδων (Tsirkas)

[fr kath Ατθίς ← Κ, AG Aτθίς, daughter of king Kranaos of Attica]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go