Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ατζέμης ο.
-
- Πέρσης:
- έλαβον … πλήθος εκ των Aτζέμηδων (Iστ. πολιτ. 4312).
[<τουρκ. Acem. Βλ. και Ατζάμης]
- Πέρσης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ατζέμης [adzémis] ο, ατζέμισσα [adzémisa] η, obsolesc
- inhab of Persia, Persian, Iranian (syn Ιρανός, Πέρσης):
- παρακάτω .. οι Ατζέμηδες με τα χαλιά τους κι οι Κούρδοι με το νταϊλίκι τους (Athanasiadis-N) |
- folks. η μάνα μ' είναι Ατζέμισσα κι ο κύρης μου νησιώτης (DPetrop)
[fr postmed Ατζέμης ← Τurk Acem, Acemi 'Persian']
- inhab of Persia, Persian, Iranian (syn Ιρανός, Πέρσης):



