Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αστυπαλιώτης [αstipaljiόtis] ο, Aστυπαλιώτισσα [αstipaljiόtisα] η, (& dial Aστροπαλιώτης)
- inhabitant of Aστυπάλαια:
- στο πανηγύρι του Eυαγγελισμού .. οι Aστυπαλιώτισσες βρίσκουν την ευκαιρία .. να φορέσουν τις παλιές, βαριές φορεσιές τους (Varelas).
- inhabitant of Aστυπάλαια:



