Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αστέρω [astéro] η, pers-n
[der of αστέρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερωμένος, -η, -ο [asteroménos]
- star-filled, star-studded, starry (syn αστεράτος 1):
- ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού (Krystallis) |
- τον παρακολουθούσε στον αστερωμένο τόπο, που έφερναν οι ιστορίες του (KPolitis) |
- είναι ένας κόσμος της καθαρής φαντασίας, περισκεπασμένος από τον αστερωμένο μανδύα του ονείρου (Panagiotop) |
- η νύχτα αργά κατεβαίνει .., εδώ και εκεί αριά αστερωμένη (Tsatsos) |
- poem μιαν απριλιάτικη βραδιά, | μια νύχτ' αστερωμένη ψηλά στου Πίνδου τα βουνά | μονάχος μου καθόμουν (Krystallis)
[ppp of αστερώνω]
- star-filled, star-studded, starry (syn αστεράτος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερώνω [asterόno] aor αστέρωσα
- ① trans ornament or cover w. stars:
- poem απλώνουν τα φτερούγια τους κι επάνωθέ του ανοίγουν | βαθύν, απέραντο ουρανό και του τον αστερώνουν (Valaor) |
- .. αστέρωσε, κοίτα, η νυχτιά | την έκστασή της (Gryparis) |
- έτσι ψηλά που ανέβηκες, μοναχικό μου ελάτι, | κι αστέρωσες ως την κορφή τα σταυρωτά κλωνάρια (Myriv)
- ② intr become filled w. stars:
- αστέρωσε ο ουρανός
[fr MG (schol.), K ἀστερῶ (-όω)]
- ① trans ornament or cover w. stars:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερωπός, -ή, -ό [asteropós] region. & poet
- star-filled, star-studded, starry (syn αστεράτος 1):
- ~αιθέρας
[fr AG ἀστερωπός, cpd w. ὄψ (ὀπός) 'face']
- star-filled, star-studded, starry (syn αστεράτος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερωτός, -ή, -ό [asterotós]
- star-shaped, stellate, stelliform (syn L αστεροειδής2):
- κάθε της πέτρα σκεπαζότανε από λειχήνες αστερωτούς (Vlachogiannis) |
- από κάτω έρχεται μια ζώνη με δυο πλαστικά φίδια κι ανάμεσά τους ένα χρωματιστό αστερωτό κόσμημα (Karouzos)
[fr postmed (Somavera) αστερωτός, der of αστερώ (-όω)]
- star-shaped, stellate, stelliform (syn L αστεροειδής2):



