Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αστάρτη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αστάρτη [astárti] η, (L) anc relig
  • Phoenician goddess of love, Astarte:
    • πήγαιναν .. για να γιορτάσουν με το γλέντι, με τον χορό και με τον έρωτα τον Διόνυσο ή τον Άδωνι και την ~(MNikolaidis)

[fr kath Aστάρτη ← K (also pap) ← Syro-Phoenician Astart/Aphrodite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες