Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ασσύριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασσύριος [asírios] ο, (L) hist
  • native or inhabitant of Assyria, Assyrian:
    • [η Λευκωσία] μνημονεύεται .. σε φορολογικούς καταλόγους των Aσσυρίων (Panagiotop) |
    • [οι Iνδοευρωπαίοι] μεταχειρίστηκαν το ιππικό αντί τα βαριά πολεμικά αμάξια των Aσσυρίων (Evelpidis)

[fr kath Aσσύριος ← K, AG (Herodot.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες