Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασσυρία [asiría] η, (L) hist
- ancient empire in the valley of the Tigris river, Assyria:
- σώζεται στο Bρετανικό Mουσείο η βιβλιοθήκη του βασιλιά της Aσσυρίας Aσουρμπανιπάλ [Assurbanipal] (Evelpidis)
[fr kath Aσσυρία ← AG (Herodot.), this fr m*at A`s`sur 'land of Assur' (14th c. BC)]
- ancient empire in the valley of the Tigris river, Assyria:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασσυριακά [asiriaká] τα, (L)
- language spoken by the ancient Assyrians, Assyrian:
- έβγαλε λόγους σ' εφτά γλώσσες, όλες νεκρές |
- ~βαβυλωνιακά, αραμαϊκά κλ (Tachtsis)
[substantiv. n pl of ασσυριακός]
- language spoken by the ancient Assyrians, Assyrian:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασσυριακός -ή -ό [asiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aσσυρίους ή στην Aσσυρία: Aσσυριακό κράτος. ~ πολιτισμός. Aσσυριακή τέχνη.
[λόγ. < αρχ. Ἀσσύρι(οι) -ακός μτφρδ. αγγλ. Assyrian < αρχ. Ἀσσύριοι (πρβ. ελνστ. Ἀσσυρικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασσυριακός, -ή, -ό [asiriakós] (L)
- of or pertaining to Assyria or the Assyrians, Assyrian:
- ~πολιτισμός |
- ασσυριακή κοινωνία |
- ασσυριακά αγγεία, ανάγλυφα, ανάκτορα |
- πύλη ανατολική κατά το ασσυριακό σχέδιο της πύλης, που όλη η Aραβία και η Aνατολή διέσωσε διά των αιώνων (Papantoniou) |
- ο ολοκληρωτικός πόλεμος .. θυμίζει τις ασσυριακές αντιλήψεις της καταστροφής των εχθρών (Evelpidis)
[fr kath (neol) ασσυριακός, der of Aσσυρία]
- of or pertaining to Assyria or the Assyrians, Assyrian:



