Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασπρούλα [asprúla] η,
- name given to white female pets, Whitie:
- poem ~ήρθες πλασμένη εδώ, δίψυχο μάτι, | βλέπεις με το τοπάζι και με το ζαφείρι (Palam)
[substantiv. f of ασπρούλης]
- name given to white female pets, Whitie:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρουλάκι [aspruláci] το, region.
- coin of very low denomination, penny (near-syn πεντάρα):
- prov ~~αδειάζει γλήγορα το σακκουλάκι (IVenizelos) |
- ψάχνουνε το πουγγί του, την τσέπη του, δεν ηύρανε μήτε ένα ~μήτε μια μπουκιά φαΐ (Loukatos)
[dimin of *ασπρούλλιν; this dimin of άσπρο 2]
- coin of very low denomination, penny (near-syn πεντάρα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπρουλάτος, επίθ.
-
- Που έχει άσπρο πρόσωπο· που είναι γενικά άσπρος:
- κόρες … νόστιμες, ασπρουλάτες (Γεωργηλ., Θαν. 106).
[<επίθ. ασπρουλός (IΛ) + κατάλ. ‑άτος]
- Που έχει άσπρο πρόσωπο· που είναι γενικά άσπρος:



