Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ασήμω
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασήμω s. Aσημίνα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασήμωμα το [asímoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασημώνω. 1. επένδυση με ασήμι ή επαργύρωση. 2. η προσφορά ασημένιου νομίσματος ή αντικειμένου.

[μσν. ασήμωμα `ασημένιο αντικείμενο΄ < ασημώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασήμωμα [asímoma] το,
  • ① process or result of covering w. silver, silver-plating, silvering (syn in ασημοκάπνισμα):
    • ~δίσκου, κουταλιού, μαχαιριού |
    • η φράση [αυτή] φέρνει στο νου το ~ και το μάλωμα των εικόνων (IPetrop)
  • ② fig silvery appearance, silvering:
    • poem .. φύσαγε τ' αγέρι | δειλά τ' ~των φύλλων κλ (Mylonogiannis)

[fr MG (Du Cange) ασήμωμα, der of ασημώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημωμένος, -η, -ο [asimoménos]
  • ① covered w. a thin layer of silver, silver-plated, silvered (syn in ασημοκαπνισμένος 1):
    • ασημωμένο ευαγγέλιο |
    • ασημωμένο κύπελο |
    • δεν ξεχώριζαν μέσα εκεί παρά το εικονοστάσι με το μαυρισμένο Xριστό και τον ασημωμένο Aϊ-Nικόλα (Palam) |
    • κάτω απ' την Aγία Tράπεζα ανοίγεται, ασημωμένη τώρα, η οπή όπου "επάγη" ο τίμιος Σταυρός (Athanasiadis-N)
  • ② fig silver-colored, silvery (syn in ασημοκαπνισμένος 2):
    • του 'δειχνε πέρα στο ασημωμένο απ' το φως του φεγγαριού πέλαγος έναν στενόμακρον ήσκιον (Drosinis) |
    • ήταν ένα συγκινητικό θέαμα τούτη η μαγευτική κοιλάδα με τις ασημωμένες φυλλωσιές της ελιάς (Myriv) |
    • poem μισόγυμνη ξεπρόβαλε η παρθένα | κι αστράψαν στο φεγγάρι ασημωμένα | τα κάλλη κλ (Karyotakis)

[fr postmed ασημωμένος, ppp of ασημώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημώνω [asimóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1α. επενδύω κτ. με φύλλο από ασήμι ή το επαργυρώνω: Έκανε τάμα να ασημώσει την εικόνα της Παναγίας. β. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται σαν ασημένιο, του δίνω το χρώμα ή τη λάμ ψη του ασημιού: Tο φεγγάρι ασήμωνε τα νερά της θάλασσας. 2α. προσφέρω σε κπ. ασημένιο νόμισμα ή άλλο ασημένιο αντικείμενο για γούρι: Aσήμωσε το νεογέννητο / τη νύφη. β. δίνω χρήματα σε κπ. για να μου πει τη μοίρα.

[μσν. ασημώνω < ασήμ(ιν) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ασημώνω· αόρ. εσήμωσα.
  • 1) Kαλύπτω, επενδύω κ. με ασήμι:
    • εσήμωσεν τον … σταυρόν (Mαχ. 86).
  • 2) (Προκ. για φόρεμα) στολίζω με ασήμι:
    • (Θρ. Kύπρ. M 370).

[<ουσ. ασήμι + κατάλ. ώνω. H λ. στο Βλάχ. (σι‑) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημώνω [asimόno] ipf ασήμωνα, aor ασήμωσα (subj ασημώσω; imper 2sg ασήμωσε), pass ασημώνομαι, aor ασημώθηκα
  • ① cover w. a thin layer of silver, silver-plate, silver (syn in ασημοκαπνίζω):
    • ~το δίσκο, το μαχαίρι |
    • ~ το ευαγγέλιο |
    • ~ την εικόνα του αγίου |
    • πόσα και πόσα χρόνια ασημωθήκαν τούτα τα κλειδιά .. κάθε γιορτή του Aγιού μας; (Vlachogiannis)
  • ⓐ ~κάποιον give money to s.o.:
    • ασήμωσαν το γαμπρό, τη νύφη |
    • ασήμωσαν τους μουσικούς |
    • ~ το παιδί give a gift of money to a newborn child or throw a silver coin in its bath |
    • ασήμωσε να σου πω τη μοίρα σου phr used by fortune tellers |
    • πρέπει ν' ασημώσεις αυτόν τον υπάλληλο you have to bribe this clerk
  • ② fig give a silvery color to, make silvery (syn αργυρώνω):
    • την όψη τώρα της θάλασσας ασημώνουν κατάσπαρτα σκοτωμένα ψάρια (Mammelis) |
    • ο ιδρώτας ασήμωνε ένα γένι ψαρό (PIoannidis) |
    • poem .. το φεγγάρι των σπιτιών τις στέγες ασημώνει (Karyotakis)
  • ③ intr have the appearance of silver, acquire a silvery color, turn to silver (syn ασημίζω, ασημοφέρνω):
    • το μικρό κομμάτι τ' ουρανού .. φάνηκε σκοτεινό για λίγη ώρα· έπειτα έπιασε ν' ασημώνει (KPolitis) |
    • απλώθηκε μπροστά μου .. σαν γαληνεμένη θάλασσα, που ασήμωσε (Vrachimis) |
    • στις σπάνιες λάμπες των δρόμων ασημώνεται η βροχή (ChZalokostas) |
    • σήμερα ασημώθηκαν η γενειάδα του και τα μαλλιά του (Petsalis)

[fr postmed, MG ασημώνω, der of ασήμιν]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημωτής [asimotís] ο,
  • one who silvers, silverer

[der of ασημώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημωτός, -ή, -ό [asimotós]
  • ① covered w. a thin layer of silver, silver-plated, silvered (syn in ασημοκαπνισμένος 1):
    • ασημωτή εικόνα |
    • ασημωτό στεφάνι |
    • poem .. πόχουνε κεντητές ποδιές κι ασημωτά κεμέρια (Zitsaia)
  • ② fig silver-colored, silvery (syn in ασημοκαπνισμένος 2):
    • ασημωτά μαλλιά |
    • poem .. το καθένα παλάτι | ρίχνει το μαύρον ήσκιο του στ' ασημωτό κανάλι (Karyotakis)

[fr MG ασημωτός, der of ασημώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασήμωτος, -η, -ο [asímotos] rare
  • not covered, decorated or adorned w. silver (ant ασημωμένος 1):
    • ασήμωτη εικόνα

[der of ασημωτός w. regressive accent indicating privat sense; cf άγγιχτος, αρίθμητος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες