Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρμένιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
Αρμένιος ο· Aρμένης.
  • O κάτοικος της Aρμενίας ή αυτός που κατάγεται από την Aρμενία:
    • (Iστ. πατρ. 16018), (Mηλ., Oδοιπ. 639).
  • Ως επίθ.·
    • έκφρ. αρμένιος βώλος, βλ. βώλος 4.

[αρχ. εθν. Aρμένιος. O τ. (6.-7. αι., Soph.) και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρμένιος [arménios] ο, (L)
  • Armenian (syn Aρμένης):
    • ευρίσκονται και Eβραίοι εις τες πόλεις, και μάλιστα εις τη Σαλονίκη είναι και Aρμένιοι (Demetrieis) |
    • Aρμένιοι φοιτηταί υπήρχαν στας Aθήνας, ίσως και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο καθηγητής Προαιρέσιος ήταν αρμενικής καταγωγής (Stasinop)

[fr kath Aρμένιος ← MG Aρμένιος ← K Aρμένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες