Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρκτική [arkticí] η, (L) geogr
- Arctic zone, the Arctic (syn Aρκτικός, ant Aνταρκτική)
[fr kath (neol) Aρκτική (sc ζώνη, περιοχή), substantiv. f of αρκτικός1]