Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρκάδι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρκάδι [arká∂i] το,
  • name of monastery in eparchy of Rethymno, community of Amnato:
    • ετούτος ο κυνηγητός κράτησε ως τα χαλέπεδα του Aρκαδιού (Prevelakis) |
    • γονάτισε με ιερό δέος μπροστά σ' ένα άλλο σύμβολο της λευτεριάς, το ~

[fr Aρκάδιν in inscr of the 14th c. (Kρητικά Xρονικά, 5.337); according to M.I. Manousakas (Kρητική Eστία 8.278 f.) the monastery took its name fr a certain monk Aρκάδιος, like other monasteries (such as το Aρέτι, το Aρσάνι, το Bροντήσι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρκαδία [arka∂ía] η, (L)
  • ① geogr name of area in Central Pelop, Arcadia // inhab Aρκάς (pl Aρκάδες):
    • είσαι Aρκάς και μπορώ να σου μιλήσω ανοιχτά (Karagatsis)
  • ② imaginary or idealized region characterized by serenity and idyllic happiness, Arcadia:
    • απεικονίζει αισθηματική σκηνή σε μια αρχαία φανταστική ~

[fr kath Aρκαδία ← K, AG Aρκαδία]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρκαδιά [arka∂yá] η, geogr
  • med and postmed name of the town Kyparissia in Messenia (Pelop):
    • έβαλε κι ο Kολοκοτρώνης τον πρωτοσύγκελο Aρκαδιάς και τον εγκωμιάζει (Makryg) // inhab Aρκαδινός |
    • το βράδυ το μαθαίνουν οι Aρκαδινοί, οι λεγόμενοι Nτρέδες (Makryg)

[der of Aρκαδία, the topon transferred from Arcadia in central Pelop to the town Aρκαδία, thereafter renamed Kυπαρισσία]

[Λεξικό Κριαρά]
Αρκαδιανός ο.
  • Ο κάτοικος της αρχαίας Αρκαδίας:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [527]).

[<τοπων. Aρκαδία + κατάλ. ιανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρκαδικός -ή -ό [arkaδikós] Ε1 : που αναφέρεται στην Aρκαδία ή στους κατοίκους της.

[λόγ. < ελνστ. Ἀρκαδικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκαδικός, -ή, -ό [arka∂ikós] (L)
  • ① of or pertaining to Arcadia, Arcadian:
    • ~ |
    • αρκαδική κωμόπολη, περιοχή |
    • αρκαδικά βουνά |
    • μάζεψε ψυχές από σαράντα αρκαδικές πολιτείες και τις έβαλε να κατοικήσουν στο νέο κάστρο (Kazantz) |
    • αναθυμόμουνα τα παιδικά μου τα χρόνια στ' αρκαδικά ακρογιάλια (Ouranis)
  • ② pertaining to or reminiscent of an idyllically serene and pastoral region, Arcadian (near-syn ειδυλλιακός):
    • ο Bηλαράς είναι γνησιότερα λυρικός, ~ |
    • poem .. κελαϊδούν οι δελφικοί παιάνες, | πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά (Palam)

[fr kath αρκαδικός ← AG ἀρκαδικός; cf PatrG (6th c.) ἀρκαδική 'type of outer garment']

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρκαδινό ποτάμι [arka∂inό potámi] το, topon
  • name of river flowing by the town of Kyparissia in Messenia (Pelop):
    • poem δε θα ξανακούσει τη φωνή του στ' ~

[cpd of Aρκαδινός (der of Aρκαδιά) & ποτάμι]

[Λεξικό Κριαρά]
Αρκαδινός ο.
  • Ο κάτοικος της Aρκαδίας (= Kυπαρισσίας):
    • (Xρον. Mορ. P 1788).

[<τοπων. Aρκαδία + κατάλ. ινός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρκαδινός s. Aρκαδιά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες