Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αργαίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αργαίο [aryéo] το, geogr
  • highest mountain in Asia Minor:
    • poem ανέβηκα κι αγνάντεψα κατάκορφα στο ~| που άλλο ψηλότερο βουνό η Mικρασία δεν έχει (Athanas) |
    • μα ο μέγας Δίας .. | .. ως με του Aργαίου | τα κορφοβούνια κεραυνούς τινάζει (id.)

[fr kath το Aργαίον (sc όρος) ← K (pap) ὁ Aργαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες