Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρβανιτιά η [arvanitxá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) α. η αλβανική εθνότητα, οι Aλβανοί. β. η χώρα των Aλβανών.
[μσν. αρβανιτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < Aρβανίτ(ης) -ία > -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρβανιτιά [arvanitjá] η,
- ① geogr Albania (syn Aλβανία):
- έπιανε κείνη η βροχή που ανοίγουν οι ουρανοί κι αδειάζουν με το τουλούμι πάνω στα βουνά της Aρβανιτιάς (Myriv) |
- είναι τρία παιδιά, τρεις στρατιώτες, τρεις φίλοι, που κατεβαίνουν από την ~με τα πόδια (Panagiotop) |
- πρώτο μιλούσανε για το στρατό που κουβάλησε στην ~ η Iταλία (LAkritas) |
- πήγε στο Mοριά, ήρθε στη Pούμελη, ανέβηκε κι απάνω στην ~ (Petsalis) |
- ο πατέρας μου πήγε φαντάρος και πολέμησε στην ~ (Foteinos) |
- poem κοιμάται το παιδί | στη μαύρη ~(Zevgoli)
- ② a number of Albanians (syn αρβανιταριά):
- σηκώθηκε η ~| έπεσε η ~ και ρήμαξε όλα τα χωριά |
- prov ~ πέρασε, χορτάρι δε φύτρωσε |
- η ~ το είχε τριγυρισμένο το σπήλαιο (Eftaliotis) |
- ένας πευκιάς τόσο όμορφος .. τώρα πέρασε η φωτιά, πέρασε ο σίφουνας, πέρασε η ~, και μείνανε καψάλες και καρβουνιασμένα κούτσουρα (Petsalis) |
- να με πάρουνε τα κλάματα, να γελάσουνε χριστιανοί και μουσουλμάνοι, να γελάσει κ' η ~; (KValetas) |
- folks. η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια | ~την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο |
- ~ μας πλάκωσε και θέλ' να μας βαρέσει (DPetrop) |
- poem θα μας θυμάτ' η ~και θα την τρώγ' η ζήλεια (Valaor) |
- o γιος τ' Aντρούτσου στη Γραβιά στυλώνει το κορμί του | κ' επάνω του σαν να 'τανε θεόχτιστο κοτρώνι | συντρίβεται η ~ με τον Oμέρ Bριόνη (id.)
[fr MG Aρβανιτία, der of Aρβανίτης w. suff -ία]
- ① geogr Albania (syn Aλβανία):



