Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απριλιανός [apriljanós] ο,
- member of the conspiracy and coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
- οι πρωταίτιοι Aπριλιανοί |
- εγκώμια υπέρ των Aπριλιανών |
- πλήθος οι μεταναστεύσεις, κοινοβουλευτικοί σήμερα, Aπριλιανοί αύριο, δικτατοδημοκρατικοί την επομένη (Palaiologos)
[substantiv. m of απριλιανός]
- member of the conspiracy and coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απριλιανός -ή -ό [aprilianós] Ε1 : που έχει σχέση με γεγονότα που έγιναν μήνα Aπρίλιο: H απριλιανή δικτατορία, που έγινε στην Ελλάδα τον Aπρίλιο του 1967. Οι απριλιανοί δικτάτορες και ως ουσ. οι απριλιανοί, οι πρωταίτιοι της δικτατορίας του 1967.
[λόγ. Aπρίλι(ος) -ανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απριλιανός, -ή, -ό [apriljanós]
- ① of or relating to April (syn απριλιάτικος):
- poem .. στον πληκτικό κοιτώνα στάει θαμπό | κι ωχρό το ημίφως μιας γλυκιάς απριλιανής ημέρας (Krinaios)
- ② of or relating to the military coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
- απριλιανή δικτατορία, κυβέρνηση |
- απριλιανό πραξικόπημα |
- απριλιανοί επιδρομείς |
- απριλιανές διαστροφές |
- η απριλιανή επέτειος είναι το θέμα της έκθεσής του (Palaiologos, adapted)
[der of Aπρίλιος w. suff -ανός]
- ① of or relating to April (syn απριλιάτικος):



