Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απουλία [apulía] η, (L) geogr
- region in the SE of Italy, Apulia:
- απαγκειάσανε σε τούτα τα περιγιάλια της Aπουλίας (Panagiotop)
[fr kath Aπουλία ← K ← Lat Apulia]
- region in the SE of Italy, Apulia:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απουλιανός [apuljanós] ο, Aπουλιανή [apuljaní] η,
- inhab of Apulia
[der of Aπουλία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απουλιανός, -ή, -ό [apuljanós] (L)
- of or fr Apulia, apulian (syn απουλικός):
- ~
[der of Aπουλία]
- of or fr Apulia, apulian (syn απουλικός):