Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Απέννινα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Απέννινα [apénina] τα, (L) geogr
  • the Apennine Mountains:
    • η μικρή πολιτεία κρατιέται σε μια χούφτα των Aπεννίνων (Papantoniou) |
    • σαν πέρασα τ' ~, η φαντασία μου θέριεψε (Gialourakis)

[fr kath τα Aπέννινα ← K τα Aπέννινα and τα A. ὄρη (& Aπέννινον ὄρος) 2nd & 1st c. BC; cf ο Aπέννινος ← Lat Apenninus m.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες