Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απέννινα [apénina] τα, (L) geogr
- the Apennine Mountains:
- η μικρή πολιτεία κρατιέται σε μια χούφτα των Aπεννίνων (Papantoniou) |
- σαν πέρασα τ' ~, η φαντασία μου θέριεψε (Gialourakis)
[fr kath τα Aπέννινα ← K τα Aπέννινα and τα A. ὄρη (& Aπέννινον ὄρος) 2nd & 1st c. BC; cf ο Aπέννινος ← Lat Apenninus m.]
- the Apennine Mountains:



