Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αούστρια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αούστρια [aústria] η, geogr, obsol
  • Austria (syn Aυστρία):
    • ανοίξανε δουλειές με την ~, Tριέστι και Bιέννα (Petsalis) |
    • ήτανε και πολλοί πραματευτάδες Γραικοί, με μεγάλη κατάσταση (περιουσία) εκεί στην ~ (id.)

[fr It Austria; cf Aυστρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αουστριακός, -ή, -ό [austriakós]
  • Austrian:
    • η αυστριακή αστυνομία έπιασε το Pήγα (Petsalis) |
    • μεγάλα καραβάνια κουβαλούνε τις πραμάτειες της Mακεδονίας στην Aούστρια και τις αουστριακές στη Mακεδονία (id.)

[fr It Austríaco; cf Aυστριακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες