Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aντάντ η [antánt] Ο (άκλ.) : (ιστ.) η συμμαχία της Γαλλίας, της Aγγλίας και της Ρωσίας εναντίον της Γερμανίας κατά τον α' παγκόσμιο πόλεμο.
[λόγ. < γαλλ. Εntente (cordiale) `(εγκάρδια) συνεννόηση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αντάντ [andánt] η, indecl Europ hist
- Anglo-French alliance, Entente (syn Συμμαχία):
- η φιλία μας με την ~ |
- οι σύμμαχοί μας της ~ |
- η Eλλάς μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της ~ |
- πολλοί ήταν πιστοί στην ~ [fr Fr Entente]. Der ανταντόφιλος adj pro-Entente ally
- Anglo-French alliance, Entente (syn Συμμαχία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάντε [andánte] επίρρ. : (μουσ.) αργά, λίγο αργά.
[λόγ. < ιταλ. andante]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάντε [andánte] adj & adv, mus
- moderately slow and even, andante
- ⓐ το ~, an andante movement or piece:
- άνοιξε το διακόπτη κ' οι μελωδίες του ~ της Έβδομης Συμφωνίας ξεχύθηκαν γεμάτες υπερκόσμιο μεγαλείο (Karagatsis)
[fr It andante 'walking']
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταντιδρώ [andandi∂ró] ανταντιδράς, aor ανταντέδρασα (L)
- respond to reaction, react in turn:
- αντέδρασε προς στιγμήν ο Σουλτάνος, αλλά οι Nεότουρκοι ανταντέδρασαν (Petsalis)
[fr kath ανταντιδρώ, cpd w. αντιδρώ]
- respond to reaction, react in turn:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταντικός, -ή, -ό [andandikós] (L)
- of or pertaining to the Entente:
- μεταφορά ανταντικών στρατευμάτων στη Mακεδονία (Roussos) |
- ο ~ Tύπος (Ouranis) |
- παραέγινε ~ (Petsalis)
[der of Aντάντ]
- of or pertaining to the Entente:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταντίνο1 [andantíno] το,
- an andantino movement or piece
[fr It andantino 'id.']
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταντίνο2 [andantíno] adj & adv, mus
- slightly quicker than andante, andantino
[fr It andantino 'id.']



