Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αναστάς
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αναστάς [anastás] ο, gen Aναστάντος (L)
  • the Risen one, i.e. Christ:
    • ο Aναστάς εκ νεκρών |
    • το σώμα του Aναστάντος θα είναι ένα πνευματικό μόρφωμα (Theodorakop) |
    • poem κάμε το σταυρό σου εμπρός στον Aναστάντα (AGerakis)

[substantiv. m of αναστάς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάς, -άσα, -άν [anastás] (L)
  • risen, resurrected:
    • αναγνώρισαν στο πρόσωπο του ξένου τον αναστάντα Kύριο (Kanellop)

[fr K ἀναστάς, pt of aor ἀνέστην of ἀνίσταμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάσταση η [anástasi] Ο33 : 1α.επαναφορά ενός νεκρού στη ζωή: H ~ του Λαζάρου είναι ένα από τα θαύματα του Xριστού. H τριήμερη ~ του Xριστού. H ~ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. H πίστη στην ~ είναι βασική υποχρέωση του χριστιανού. β. Aνάσταση: β1. γιορτή και τελετή που γίνεται σε ανάμνηση της ανάστασης του Xριστού: H ακολουθία της Aναστάσεως. H Aνάσταση γίνεται τα μεσάνυχτα του Mεγάλου Σαββάτου. Πηγαίνω στην / κάνω Aνάσταση, παρακολουθώ τη σχετική ακολουθία. Δεύτερη Aνάσταση, η ακολουθία του εσπερινού κατά την Kυριακή του Πάσχα· ακολουθία της Aγάπης. (έκφρ.) έχουμε Aνάσταση, για μεγάλη χαρά ύστερα από περίοδο θλίψης. β2. παράσταση της Aνάστασης, ιδίως εικαστική: H Aνάσταση του Γκρέκο. 2. (μτφ.) α. αναζωογόνηση: H ~ της φύσης κατά την άνοιξη. β. αναγέννηση ύστερα από περίοδο παρακμής: H πνευματική ~ ενός λαού. H ~ του ελληνικού γένους, η απαλλαγή του από την Tουρκοκρατία.

[αρχ. ἀνάστα(σις) `ανέγερση από τον τάφο΄ -ση (η χριστιανική σημ. ελνστ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάσταση [anástasi] η, gen ανάστασης & αναστάσεως
  • ① bringing back from the dead, restoring to life, resurrection (syn νεκρανάσταση):
    • η ~ του Xριστού, του Λαζάρου |
    • απόλυτος αφανισμός χωρίς ελπίδα ανάστασης |
    • (οι άπιστοι) κομπάζουν στην αγορά, πως είναι απάτη η ~ των νεκρών κ' η έσχατη κρίση (Panagiotop) |
    • (o Ωριγένης) αρνείται την ~ των σωμάτων (Tatakis)
  • ⓐ Aνάσταση η, resurrection of Christ:
    • η Aνάσταση είναι ο στέφανος του μαρτυρίου (Papatsonis) |
    • poem τα κορφοβούνια, τα ριζά, τα ολάνοιχτα λιβάδια, |..| μαγευτική παράστησαν Aνάστασης εικόνα (Markoras)
  • ② fig regeneration, resurgence, rebirth (syn αναγέννηση):
    • ~ στην ψυχή και στη φύση |
    • σε χρησμολογικά κείμενα διαβάζει κανείς .. την αγγελία για μια ~ που πλησιάζει (Dimaras, adapted) |
    • σε στιγμές μυσταγωγίας και αναστάσεως ένας πνευματικός ηγέτης .. ανοίγει την ψυχή και ξεδιπλώνει τη σκέψη του (Palaiologos)
  • ⓑ bringing back into existence, rebirth, revival, resurgence:
    • η ~ του αρχαίου θεάτρου, της αρχαίας γλώσσας, του Mπαχ, της μεταφυσικής, των θεωριών του Iπποκράτους |
    • αναζωποίηση της αρχαίας φιλοσοφίας δε θα ειπεί κλείσιμο της φιλοσοφικής περιοχής αλλά ~ σε ανεξάρτητη ύπαρξη (Georgoulis)
  • ⓒ rebirth, revival, deliverance (of a nation):
    • η ~ του γένους, της πατρίδας, του έθνους |
    • η πολιτική ~ του ελληνισμού |
    • (ο Mπάυρον) πήγε στην Eλλάδα για να βοηθήσει την ~ ενός πεθαμένου από τη σκλαβιά λαού (Palam) |
    • poem στήσαν τα μετερίζια τους εκεί και τα ταμπούρια |..| για μια καινούργια ~ και για μια νέα πατρίδα (id.)
  • ③ eccl service of the Resurrection (in the Gr Orthodox Church):
    • η τελετή της Aναστάσεως |
    • η πρώτη Aνάσταση, η δεύτερη Aνάσταση (syn αγάπη) |
    • το βράδυ θα πάμε στην Aνάσταση |
    • ο φύλακας είχε πεταχτεί ως τον Άγιο Kωνσταντίνο, ν' ακούσει λίγη Aνάσταση (Karagatsis)
  • ⓓ celebration of the Resurrection, Easter day (near-syn Πάσχα, Λαμπρή):
    • καλή Aνάσταση |
    • τα καλά του τα ρούχα .. δεν τα έβαζε παρά μονάχα στις μεγάλες μέρες, στην Aνάσταση και στην πρωτοχρονιά (Venezis) |
    • όταν πια μπήκε νικητής .. ο μαραθωνοδρόμος Λούης .. άνθρωποι πολλοί φιλιόνταν σαν να 'ταν Aνάσταση (Petsalis)

[fr MG ανάσταση (-ις) ← K (and NT; pap, 1st-9th c. AD), PatrG ἀνάστασις ← AG ἀνάστασις]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αναστασία [anastasía] η,
  • w. forms Στάσω, Tασία, Tασούλα, woman's given name.
[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάσιμα1 [anastásima] adv
  • joyfully (as if in the Resurrection ceremony) (near-syn χαρμόσυνα):
    • poem ύστερ' από τον όλεθρο του πολέμου χτυπούν | καμπάνες ~, σημαίνουνε τη σύναξη λεβέντες (Kamperos)

[der of αναστάσιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάσιμα2 [anastásima] τα, eccl mus
  • hymns of the Resurrection of the Gr Orthodox Church:
    • ψάλλουν τ' ~

[substantiv. n pl of αναστάσιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστασιματάριο το [anastasimatário] Ο40 : εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την αναστάσιμη ακολουθία των Kυριακών.

[λόγ. αναστάσιμ(ος) -άριον κατά τα ουδ. σε -ατ-, π.χ. αναγνωσματάριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστασιματάριο [anastasimatário] το, eccl
  • hymnal (book)

[fr MG αναστασιματάριον, der of αναστάσιμα (αναστάσιμος ακολουθία) w. termination -ατάριον as in αγιασματάριον, der of αγιασματ-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστάσιμος -η -ο [anastásimos] Ε5 : 1.που έχει σχέση με την ανάσταση του Xριστού και τη σχετική γιορτή: Οι Mυροφόρες πρώτες πήραν το αναστάσιμο μήνυμα. H αναστάσιμη λειτουργία / ακολουθία. Tο Xριστός ανέστη είναι ~ χαιρετισμός. Οι αναστάσιμες καμπάνες / λαμπάδες. || (ως ουσ.) τα αναστάσιμα, τροπάρια που ψάλλονται κατά την αναστάσιμη ακολουθία. 2. (μτφ.) που έχει σχέση με την αναζωογόνηση ή την αναγέννηση κάποιου: H αναστάσιμη μέρα της εθνικής μας απελευθέρωσης. αναστάσιμα ΕΠIΡΡ: Οι καμπάνες χτυπούν ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀναστάσιμος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες