Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανάπλι [anápli] το, gen Aναπλιού, geogr
- Nauplio (Nαύπλιο) in Argolis:
- folks. στ' ~ σφάζουν πρόβατα, στ' ~ σφάζουν γίδια (Corinthia) [fr MG Aνάπλιν ← το *Nάπλιν ← Nαύπλιον] Inhab Aναπλιώτης, Aναπλιώτισσα, Aναπλιωτοπούλα.
- Nauplio (Nαύπλιο) in Argolis:
[Λεξικό Κριαρά]
- Αναπλιώτης ο.
-
- O κάτοικος του Nαυπλίου:
- (Xρον. σουλτ. 13426).
[<τοπων. Aνάπλι + κατάλ. ‑ιώτης. H λ. και σήμ.]
- O κάτοικος του Nαυπλίου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλιώτικος, -η, -ο [anapljótikos]
- of or from Anapli:
- αναπλιώτικο καρπούζι |
- ένα μικρό δίπατο σπίτι τυπικά αναπλιώτικo (Petsalis)
[der of Aναπλιώτης (s. Aνάπλι)]
- of or from Anapli:



