Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμερικανίδα1 s. Aμερικανός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανίδα2 [amerikaní∂a] adj (female)
- American:
- μια ~ αρκούδα, καμιάν άλλη (Venezis)
[fr Aμερικανίς, der of Aμερικανός]
- American: