Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αμερικάνα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αμερικάνα1 s. Aμερικάνος.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικάνα2 [amerikána] η, theat
  • portable frame for a drop curtain (used mostly by touring companies):
    • χρειαζόμαστε μια ~, δε γίνεται περιοδεία χωρίς ~ |
    • αν μας δώσουν τη σάλα, εμείς με την ~ ανεβάζουμε το έργο

[substantiv. f of αμερικάνος or adapted fr Fr (rideau à l') americaine; cf rideau à l'allemande]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανάκι [amerikanáci] το,
  • little American (boy or girl) (syn αμερικανόπαιδο, αμερικανόπουλο, αμερικανοπούλα):
    • μας πήραν γι' αμερικανάκια
  • ⓐ slang naive person (syn αφελής, ο χαζός):
    • τι με πέρασες, ~;

[der of Aμερικάνος w. suff -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες