Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμαζόνιος [amazónios] ο, geogr
- Amazon River (SAmerica):
- ο Γιαγκ-Tσε είναι ο τρίτος ποταμός του κόσμου, πρώτος ο ~, δεύτερος ο Kόγκο (Kazantz) |
- έχουν αποκάμει να συμαζώνουν χρυσάφι ... στις ακροποταμιές του Aμαζόνιου ή του Γάγγη (Panagiotop) |
- ταξιδεύω με το μικρό μου καΐκι στον ποταμό τον Aμαζόνιο νύχτα (DOikonomidis)
[fr Portuguese Rio Amazonas]
- Amazon River (SAmerica):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαζόνιος, -α, -ο [amazónios] (L)
- ① = αμαζονικός:
- μέσα στα μάτια του διάβασα έναν καιρό την οδύνη και την περηφάνεια, ... τη θηλυκιά αφοσίωση κ' ένα μένος αμαζόνιο, με καψαλισμένη τη ρόγα στο δεξί βυζί, για να τεντώνεται ανεμπόδιστα έτσι το τόξο το αντροφόνο (Terzakis)
- ② ~ λίθος amazon stone, amazonite
[fr K ἀμαζόνιος, der of AG Aμαζών]
- ① = αμαζονικός:



