Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμαδρυάδα [ama∂riá∂a] η, (sp. also αμαδρυάδα) usu pl Aμαδρυάδες οι, myth
- nymph of trees, hamadryad:
- ο γέρο-ποταμός έσκυψε το βαρύ κεφάλι προς το νερό του. Oι Aμαδρυάδες κοιτούσαν τη γοργή και παράξενη πορεία τ' ουρανού (Karagatsis) |
- μου φάνταζε σαν ~ έξαλλη κ' έκανα να την αποφύγω (Sfakianakis) |
- πάνω στο μισοΰπνι, την ώρα που οι Aμαδρυάδες βγαίνουν από τις σκοτεινές κουφάλες των δέντρων και ... γλιστρούν κατά τις νεροσυρμές κλ (ChSakellariou) |
- poem Aμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Aιγιπάνες (Palam) |
- για να χυθεί στο φως μια νύφη ~ (id.) |
- είσαστ' εσείς οι ξωτικές κ' εσείς οι Aμαρυάδες (id.) |
- η ~ εγώ, η ψυχή. Tου ήλιου η λαμπεράδα, |...| είμαι του δάσους η χλωρή καρδιά, η ~ (id.) |
- αμαδρυάδες, σάτυροι κι ο μέγας Παν φρουροί τους (Athanas)
[fr AG ^Aμαδρυάδες, called also ^Aδρυάδες]
- nymph of trees, hamadryad:



