Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλσατός [alsatós] ο, Aλσατή [alsatí] η,
- inhab of Alsace, Alsatian:
- οι Aλσατοί μιλούν γερμανικά και η καρδιά τους είναι γαλλική (Ouranis).
- inhab of Alsace, Alsatian: