Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αλκίνοος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλκίνοος [alcínoos] ο, (& Aλκίνοας) AG pers-n
  • Alcinous, esp in Gr myth, king of the Phaeacians in Scheria:
    • ο ποιητής μάς περιγράφει τέσσερα μεγάλα παλάτια (δώματα, όπως τα λέει) |
    • του Πριάμου στην Tροία, του Aλκίνοα στο νησί των Φαιάκων κλ (Evelpidis).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go