Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλεξάντρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλεξάντρα [aleksándra] η, (& L Aλεξάνδρα)
  • ① pers-n Alexandra [fr AG \Aλεξάνδρα].
  • ② geogr Aλεξάνδρεια:
    • είχα ταξιδέψει, τι στο Kάιρο, τι στην Aλεξάνδρα (Voutyras) |
    • δούλευε στην Aλεξάντρα (Bastias)

[fr Aλεξάνδρεια modified after the pers-n Aλεξάνδρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες