Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλγερία [alyería] η, geogr
- Algeria (ethnic Aλγερίνος, Aλγερινός):
- τα βουνά της Aλγερίας |
- πρόσφυγες της Aλγερίας
[fr Fr Algérie; s. Aλγέρι]
- Algeria (ethnic Aλγερίνος, Aλγερινός):