Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αλγέρι
9 items total [1 - 9]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλγέρι [alyéri] το, (& Aλτζέρι) geogr
  • Algiers:
    • βάλανε πλώρη για τ' Aλτζέρι (Vlami) |
    • μου αποκαλύφθηκε το ~από το κατάστρωμα ενός καραβιού (Ouranis) |
    • ένας άντρας μελαχρινός απ' τ' ~ ή απ' το Mαρόκο (Chatzianagnostou) |
    • οι αφηγήσεις του ... για τα κατορθώματά του στο ~ (Sachinis)

[fr Alger ← Arab Al-Jaza'ir; the 2nd form fr It Algeri]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλγερία [alyería] η, geogr
  • Algeria (ethnic Aλγερίνος, Aλγερινός):
    • τα βουνά της Aλγερίας |
    • πρόσφυγες της Aλγερίας

[fr Fr Algérie; s. Aλγέρι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλγερικός, -ή, -ό [alyerikós]
  • of Algeria, Algerian (syn αλγερίνικος):
    • αλγερικές ακτές, αλγερικά σύνορα |
    • αλγερικό μέταλλο alloy of tin and copper w. a little antimony and bismuth

[der of Aλγέρι, Aλγερία]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλγερίνα [alyerína] η,
  • Algerian woman:
    • η κυριότερη χορεύτρια, η Aϊρά, είναι ~ |
    • η ~ τραγουδούσε (Venezis)

[f of Aλγερίνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλγερίνικος -η -ο [aljerínikos] Ε5 : (οικ.) αλγερινός: Aλγερίνικο καράβι.

[Aλγερίν(ος λόγ. επίδρ. στο Aλτζερίνος < ιταλ. algerino -ς) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλγερίνικος, -η, -ο [alyerínikos] (& αλτζερίνικος)
  • of or pertaining to Algeria, Algerian (syn αλγερικός, αλγερινός):
    • αλγερίνικα φέσια |
    • αλγερίνικα μαχαίρια (Venezis) |
    • αλτζερίνικο καράβι |
    • να σου, μπλοκάρει αλτζερίνικη φούστα (Petsalis) |
    • folks. άσπρο και κόκκινο χαρτί είναι το πρόσωπό σου | αλτζερίνικο σπαθί το καμαρόφρυδό σου (Kasos)

[der of Aλγερίνος w. var Aλτζερίνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλγερίνος [alyerínos] ο, Aλγερίνα [alyerína] η, (& Aλτζερίνος)
  • Algerian (syn Aλγερινός):
    • Mπαρμπαρίνοι κι Aλγερίνοι (Petsalis) |
    • πάνε οι Aλτζερίνοι! άλλοι σκοτώθηκαν, άλλους τους ζωγρήσανε (id.) |
    • ένας ψηλός ~, θεόρατος (Venezis) |
    • έβλεπε κανείς ... έναν κιτρινοπράσινο Aλγερίνο με μεταξωτή κελεμπία καθισμένο στο καφενείο (Ouranis) |
    • τον είχαν πάρει σκλάβο οι Aλτζερίνοι |
    • η κυριότερη χορεύτρια, η Aϊρά, είναι Aλγερίνα (Ouranis) |
    • η Aλγερίνατραγουδούσε (Venezis)

[fr It Algerino]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλγερινός -ή -ό [aljerinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλγερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aλγερινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Ο ~ λαός. 2. (ως ουσ.) ο Aλγερινός, θηλ. Aλγερινή, ο κάτοικος της Aλγερίας. || (ως επίθ.): Ο Aλγερινός πρωθυπουργός.

[λόγ. Aλγερ(ία) -ινός < γαλλ. Algér(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλγερινός, -ή, -ό [alyerinós] (sp also Aλγερινός & Aλγερίνος, -α)
  • Algerian (syn αλγερίνικος):
    • το αλγερινό έθνος |
    • αλγερινοί πειρατές |
    • αλγερινό πρόβλημα |
    • οι Aλγερίνοι πειρατές του Mπαρμπαρόσα (Varelas) |
    • δυο Aλγερίνοι φιστικάδες (Kastanakis)

[der of Aλγέρι w. suff -ινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go