Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλέτρια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλετριά η [aletr] Ο24 : το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι.

[αλέτρ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλέτρια s. Eρέτρια.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλετριά [aletrjá] η,
  • furrow cut w. the plow (syn αυλακιά):
    • άβαθη ~ |
    • τραβώ την τελευταία ~ του χωραφιού cut the boundary furrow |
    • folks. πρώτη ~ οπόριξε, πρώτη ~ που ρίχνει | ακούει το μνήμα και βογγάει και βαριαναστενάζει (Mani)

[fr MG *αλετρέα (as shown by Cretan dial αλετρέ), der of άλετρον or αλέτριν w. suff -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες