Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αιγαιοπελαγίτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aιγαιοπελαγίτης ο [ejeopelajítis] Ο10 θηλ. Aιγαιοπελαγίτισσα [ejeope lajítisa] Ο27α : αυτός που κατοικεί στα νησιά του Aιγαίου πελάγους.

[φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτης· Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αιγαιοπελαγίτης [eyeopelayítis] ο, Aιγαιοπελαγίτισσα [eyeopelayítisa] η,
  • one of the Aegean area:
    • τα ήθη των Aιγαιοπελαγιτών |
    • εμείς οι Aιγαιοπελαγίτες δύσκολα να συνεννοηθούμε με τούτη την αθηναίικη ρετσίνα (Myriv) |
    • είμαι ~ ως τις ρίζες, τα νησιά είναι η πατρίδα μου (Theotokas)

[der of Aιγαίο πέλαγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγαιοπελαγίτης, -ίτισσα [eyeopelayítis] adj (& Aιγαιοπελαγίτης)
:
  • ο ~ συμβολαιογράφος (Theotokas).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες