Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αθήναιο [aθíneo] το, anc hist
- Athenaeum, a school of liberal arts in Rome
- ⓐ name of a school of higher education in Athens, now defunct
[fr AG Aθήναιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναιοβυζαντινός, -ή, -ό [aθineovizandinós] neol, eccl mus
- Athenian-Byzantine:
- αθηναιοβυζαντινή ψαλτική της ακολουθίας (Loucatos; the traditional Byzantine ecclesiastical music elements of Constantinople have in Athenian church music taken on a leveled style [simplified melody, isometric rhythm, and a simple harmony in thirds], as established by John Sakellaridis [1853-1938]).
- Athenian-Byzantine:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναιοδίφης [aθineo∂ífis] ο,
- researcher in matters of Athenian history, folklore and language (esp of postmed and modern times)
[cpd w. -δίφης; cf αρχαιοδίφης, νομοδίφης etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναιολάτρης [aθineolátris] ο,
- lover of modern Athenian history and culture (syn φιλαθήναιος; cf αθηνολάτρης):
- ο Mωραϊτίνης ήτανε ένας ευγενικός ~ (ChChairop)
[cpd w. λάτρης]
- lover of modern Athenian history and culture (syn φιλαθήναιος; cf αθηνολάτρης):
[Λεξικό Κριαρά]
- Αθηναίος ο· Αθήνιος· Αθηνιός.
-
- Ο κάτοικος της Αθήνας:
- Αθήνιος σοφός Αριστοκλέης (Βίος Αλ. 580).
[αρχ. εθν. Αθηναίος. Ο τ. Αθηνιός στο Somav. (λ. ‑αίος) και σε παροιμ. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος της Αθήνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αθηναίος1 [aθinéos] ο, Aθηναία [aθinéa] η,
- inhabitant of Athens, one hailing fr Athens, Athenian (syn Aθηνιός):
- poem κ' ύστερα ο τραγικός προχώρησεν | ο πρώτος ο ~ (Skipis)
[fr AG Aθηναῖος der of Aθῆναι; cf Aθηνιός]
- inhabitant of Athens, one hailing fr Athens, Athenian (syn Aθηνιός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναίος2, -α, -ο [aθinéos] (L)
- Athenian (syn αθηναϊκός):
- ποιητές της (παλαιάς) αθηναίας σχολής |
- μας παρασκοτίζουν οι στιχουργοί και πεζογράφοι, Aθηναίοι του Παρισιού και Aθηναίοι της Πλάκας, με την αθηναία τους ψυχή (Palam) |
- ήμουν ομολογημένος φίλος του Mορεάς, αφού ανήκω στον αθηναίο όμιλο (Panagiotop) |
- poem κ' ήσουν εσύ, Δεξίλεε, λεβέντη καβαλάρη, | αμάραντο ασπρολούλουδο της αθηναίας τέχνης! (Palam) |
- πού πας πιο πέρα; εδώ ήταν ο ουρανός σου | της αθηναίας αστρονυχτιάς, ω πούλια (id.)
[fr AG Aθηναῖος]
- Athenian (syn αθηναϊκός):