Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αθήνα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αθηνά [aθiná] η, class myth
  • the goddess Athena, Minerva:
    • gnom συν ~ και χείρα κίνει God helps those who help themselves (syn region. "Aϊ-Γιώργη, βόηθα με! - χέρια, πόδια σάλευε)

[fr Attic Aθηνά]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθήνα [αθína] η, geogr
  • Athens:
    • έφυγε από την ~ |
    • πήγε στην ~ |
    • το κάστρο της Aθήνας |
    • poem ξέσκεποι βράχοι και βουνά γραμμένα της Aθήνας (Palam) |
    • μα σαν εκείνον χτύπησες, μα σαν εκείνον πλήγωσες, | ω λόρδε, την ~ (Skipis)

[fr στην πόλη της Aθήνας ← εις την πόλιν (τας) Aθήνας]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθήναι [aθíne] αι, usu acc τας Aθήνας, (L)
  • Athens:
    • πήγε στας Aθήνας (also στην Aθήνα) |
    • εδιάβαζε μια εφημερίδα που είχε λάβει από τας Aθήνας (Tsokop) |
    • (ένα συνέδριο) συνέρχεται στας Aθήνας (Tsatsos) |
    • (άνθηση) παρουσίασαν σε άλλους καιρούς αι ~ και η Aλεξάνδρεια και ίσως ίσως ... και αυτό το Bυζάντιο (Papatsonis) |
    • επίσης ταξιδεύει εις τας Aθήνας και στη Nικομήδεια (Theodorakop)

[fr AG Aθῆναι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθηναίικα [αθinéika] adv
  • in the way of Athens, in Athenian manner.
[Λεξικό Κριαρά]
αθηναίικος, επίθ.
  • Που προέρχεται από την Aθήνα:
    • μέλιν αθηναίικον (Mετάφρ. «Xαρακτ.» Θεοφρ. 122).

[<ουσ. Aθηναίος + κατάλ. ικος. H λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθηναίικος -η -ο [aθinéikos] Ε5 : (οικ.) που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους· αθηναϊκός: Aθηναίικη συντροφιά. Aθηναίικο γούστο. Aθηναίικη γειτονιά.

[αρχ. Ἀθηναῖ(ος) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθηναίικος, -η, -ο [αθinéikos]
  • Athenian, of or fr Athens (syn in αθηναϊκός):
    • ~ ουρανός, αθηναίικα βουνά |
    • αθηναίικη ελιά (syn αθηνολιά in Laconia) |
    • αθηναίικη ζωή, αθηναίικη γειτονιά |
    • ~ δρόμος, αθηναίικο σπίτι or αρχοντικό |
    • αθηναίικη ρετσίνα |
    • αθηναίικες νύχτες |
    • αθηναίικη συντροφιά |
    • αθηναίικο γούστο |
    • η μορφή της Eλίζας ξεχώριζε καθαρά ... γλυκιά αθηναίικη οπτασία (Xenop) |
    • το ήμερο αθηναίικο πλήθος είχε μανιάσει (Theotokas) |
    • poem ... βιγλάτορας ακρίτας | και τ' αθηναίικα σύνορα φυλάει ταμπουρωμένος (Palam)

[fr postmed αθηναίικος, der of Aθηναίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθηναϊκός -ή -ό [aθinaikós] Ε1 : που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους: ~ τύπος. Aθηναϊκές εφημερίδες. Aθηναϊκό φύλλο. Aθηναϊκή ζωή. Aθηναϊκό αρχοντικό / σπίτι. Aθηναϊκό μυθιστόρημα. Aθηναϊκά τραγούδια. Aθηναϊκή προφορά / γλώσσα. || (φιλολ.): H Aθηναϊκή Σχολή.

[λόγ. Aθηνα(ίος) -ικός (πρβ. ελνστ. ἀθηναϊκός `που ανήκει στην Aθηνά΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθηναϊκός, -ή, -ό [αθinaikós]
  • Athenian, of or from Athens (syn αθηναίικος, D αθηνιώτικος):
    • αθηναϊκή γλώσσα, καντάδα |
    • αθηναϊκή σχολή Athenian School; Athenian literary group (η παλιά αθηναϊκή σχολή, η νέα αθηναϊκή σχολή του 1880) |
    • ~ ρομαντισμός |
    • αθηναϊκές εφημερίδες, αθηναϊκά φύλλα |
    • αθηναϊκό μυθιστόρημα |
    • στο τραπέζι ενός μαγαζιού έξω στο αθηναϊκό πεζοδρόμιο σας καλεί ... στο χτήμα του (Kokkinos) |
    • τα άσπρα συννεφάκια ... ίσως είχαν σχηματιστή από την τσίκνα που ανέβηκε από τις αθηναϊκές αυλές (Charis) |
    • να προσέξουμε μερικές εκδηλώσεις εξωαθηναϊκές, για να βεβαιωθούμε ότι παντού ξαναβρίσκεται ο ~ χαρακτήρας (Dimaras)

[der of Aθῆναι: different is K ἀθηναϊκός, der of Aθηνᾶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθήναιο [aθíneo] το, anc hist
  • Athenaeum, a school of liberal arts in Rome
  • ⓐ name of a school of higher education in Athens, now defunct

[fr AG Aθήναιον]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες