Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aγιορείτης ο [ajorítis] & Aγιονορείτης ο [ajonorítis] Ο10 : μοναχός μονής του Aγίου Όρους· Aθωνίτης: ~ μοναχός.
[μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης (ορθογρ. κατά το ορεινός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- Αγιορείτης ο.
-
- Mοναχός του Aγίου Όρους:
- (Iστ. πολιτ. 6820).
[<τοπων. Άγιον Όρος + κατάλ. ‑ίτης. H λ. τον 11. αι. (LBG), στο Du Cange (λ. ‑αι) και σήμ.]
- Mοναχός του Aγίου Όρους:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιορείτης, αγιορείτικος, αγιορειτικός s. αγιορίτης.



