Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αβησσυνία [avisinía] η,
- the African country Abyssinia, now Aιθιοπία, Ethiopia.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβησσυνιακά [avisiniaká] adv
- in the Ethiopian language.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβησσυνιακός, -ή, -ό [avisiniakós]
- Abyssinian, Ethiopian:
- αβησσυνιακή αντλία Abyssinian pump.
- Abyssinian, Ethiopian: